.
Η κρίση δημόσιας υγείας είναι ο
«πυροδότης» της συνολικής κρίσης του συστήματος. Συγκεκριμένες αιτίες της
απειλητικής γενίκευσης της λεγόμενης «κρίσης του κορωνοϊού» είναι η μακροχρόνια
και στοχευμένη απαξίωση των συστημάτων δημόσιας υγείας στο πλαίσιο των
νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων», η αγνόηση όλων των προειδοποιήσεων από
επιστήμονες για αύξηση των κινδύνων από πανδημίες, η ανάθεση από τις
κυβερνήσεις στον ιδιωτικό τομέα υγείας και στις φαρμακευτικές εταιρείες του
έργου της παραγωγής φαρμάκων και εμβολίων, η αγνόηση όλων των προειδοποιήσεων
των περιβαλλοντολόγων ότι η κλιματική αλλαγή έχει συνέπεια την αύξηση της
νοσηρότητας για τους πληθυσμούς καθώς ευνοεί την εμφάνιση και μετάλλαξη νέων
ιών.
Ακόμη και εκ των υστέρων, οι κυβερνήσεις διεθνώς αρνήθηκαν να προχωρήσουν στη μαζική προμήθεια υγειονομικού υλικού
(τεστ, μάσκες, αναπνευστήρες, ΜΕΘ) με δημόσια δαπάνη, σε επίταξη επιχειρήσεων
του ιδιωτικού τομέα για την παραγωγή του απαραίτητου υλικού, σε επίταξη του
ιδιωτικού τομέα υγείας για τις ανάγκες αντιμετώπισης της πανδημίας, σε
αυστηρούς δημόσιους ελέγχους στις επιχειρήσεις, σε δραστική πύκνωση δρομολογίων
στα δημόσια μέσα μεταφοράς και σε συστηματικούς ελέγχους στις επιχειρήσεις για
την τήρηση των μέτρων υγειονομικής ασφάλειας. Υπ’ αυτές τις βασικές
προϋποθέσεις θα ήταν εφικτή μια στρατηγική χωρίς γενικευμένη καραντίνα από την
πρώτη κιόλας φάση αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης με μαζική διεξαγωγή
δωρεάν διαγνωστικών τεστ και καραντίνα για τις ευάλωτες ομάδες και τους φορείς
του ιού. Όμως αυτή κρίθηκε οικονομικά επιζήμια για τα επιχειρηματικά συμφέροντα
και πολιτικά επισφαλής. Πολιτικά ήταν επισφαλής για τον νεοφιλελεύθερο
καπιταλισμό, καθώς θα υποχωρούσε στην πίεση των εργαζομένων στην υγεία και την
γενικευμένη κοινωνική απαίτηση για ριζικό αναπροσανατολισμό της πολιτικής στην
υγεία υπέρ της στρατηγικής ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος και της
επίταξης/εθνικοποίησης του ιδιωτικού, υπέρ της αύξησης των δαπανών για την
υγεία, υπέρ της ανάληψης του έργου της έρευνας για φάρμακα και εμβόλια από το
Δημόσιο. Μια τέτοια ρωγμή στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές θα είχε αποδομητικές
συνέπειες για τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές γενικά: στην παιδεία, την ενέργεια,
τις μεταφορές, ευρύτερα τις σχέσεις δημόσιου-ιδιωτικού, την πολιτική κρατικών
δαπανών. Αρχίζοντας από την υγεία, θα μπορούσε το «πουλόβερ» να ξηλωθεί
συνολικά.
Στην αμέσως επόμενη φάση άρχισαν να διαφαίνονται οι τρομακτικές οικονομικές
επιπτώσεις του lockdown. Έτσι υπήρξε γενική
και επίσης συντονισμένη στροφή, ιδιαίτερα ευρωπαϊκή, στην άρση της καραντίνας
και πάλι χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί στοιχειώδεις προϋποθέσεις προστασίας της
δημόσιας υγείας. Προφανές κριτήριο ήταν να μην ξεπεραστούν τα όρια αντοχών των
καπιταλιστικών επιχειρήσεων και να περιοριστεί το βάθος της ύφεσης και οι
συνέπειές της. Να μην ξεπεραστούν τα όρια αντοχής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών
όσον αφορά τα κρατικά ελλείμματα και χρέη και να μην δημιουργηθούν κοινωνικά
«έκρυθμες» καταστάσεις από τη ραγδαία επέκταση της ανεργίας και της πείνας, που
θα έφερνε η συνεχιζόμενη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική διαχείριση της κρίσης.
Έχοντας υπερθεματίσει στη φάση της καραντίνας για την αξία των μέτρων
κοινωνικής αποστασιοποίησης, οι κυβερνήσεις πέφτουν σε ολοένα μεγαλύτερες
αντιφάσεις στη φάση της άρσης των μέτρων, καθώς γίνεται όλο και περισσότερο
προφανές ότι το κίνητρο δεν είναι η προστασία της υγείας των πολιτών.
Η υγειονομική κρίση εξ’αιτίας του κορωνοϊού μετατράπηκε
στον καταλύτη του ραγδαίου ξεσπάσματος μιας νέας συνολικής οικονομικής κρίσης
διεθνώς. Πέρα από τις ευθύνες του συστήματος στις αντοχές των ζητημάτων
πρόληψης και υγειονομικής αντιμετώπισης, μόλις 12 χρόνια ύστερα από την κρίση
του 2008 ο διεθνής καπιταλισμός ήταν ένας ήδη «εξασθενημένος οργανισμός»,
ακριβώς εξαιτίας του τρόπου που αντιμετώπισε – προσωρινά και χωρίς σχέδιο
πραγματικής οικονομικής διεξόδου – την κρίση του 2008. Στην ιστορία των δομικών
κρίσεων, η χρονική απόσταση 12 χρόνων μεταξύ δύο διαδοχικών εξ’ αυτών είναι
πρωτοφανής. Δομικά στοιχεία του προδιαγεγραμμένου αδιεξόδου – ήδη προ κορωνοϊού
– ήταν:
α) Η συνεχιζόμενη εκτόξευση των κρατικών χρεών διεθνώς.
β) Η συνεχώς αυξανόμενη ψαλίδα μεταξύ χρέους και
παγκόσμιου ΑΕΠ.
γ) Η καθήλωση της παραγωγικότητας σε ιστορικά χαμηλά
επίπεδα για όλη τη διάρκεια του αναιμικού αναπτυξιακού κύκλου μετά την κρίση
του 2008
δ) Τα υψηλά κέρδη σε συνδυασμό με τη «νομισματική
πλημμύρα» που εξαπέλυσαν τα χαμηλά επιτόκια των κεντρικών τραπεζών και είχαν
αυξήσει το μέγεθος κάθε είδους χρηματιστηριακής «φούσκας».
Σε αυτό το υπόβαθρο εντείνονται και διευρύνονται οι
ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί (ΗΠΑ-Κίνα, ΕΕ-Ρωσία, κ.λ.π.) οι πόλεμοι των
δασμών, οι στρατιωτικές επεμβάσεις και οι πόλεμοι δι’ αντιπροσώπων για ζώνες
επιρροής (Λιβύη), ενώ οξύνονται τοπικοί υπο-ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί
(Ελλάδα-Τουρκία), με απρόβλεπτες συνέπειες.
Με την σημερινή κρίση, τίθεται ξανά επί τάπητος η αδυναμία
του καπιταλισμού να ικανοποιήσει τις βιοτικές ανάγκες της συντριπτικής
πλειοψηφίας του πληθυσμού. Τίθενται επίσης μια σειρά ζητήματα αιχμής, όπως: Η
σχέση δημόσιου – ιδιωτικού. Η σχέση εθνικού – διεθνικού. Το επείγον της
αντιμετώπισης ζητημάτων όπως η κλιματική αλλαγή. Η ταξική ανισότητα στην
αντιμετώπιση των συνεπειών του κορωνοϊού. Η κατάργηση του μύθου της
αυτορρύθμισης των αγορών. Η χρησιμότητα των εργαζόμενων-ηρώων σε κρίσιμους
τομείς: Υγεία, μεταφορές, σουπερμάρκετ, αποκομιδή σκουπιδιών κ.λ.π. Η αξία της
ανθρώπινης ζωής σε σχέση με την «κινητήρια δύναμη» του κέρδους. Κατάληξη όλων
αυτών είναι μία: Η επικαιρότητα του ερωτήματος «Σοσιαλισμός ή καπιταλιστική
βαρβαρότητα;».
Η «κρίση του Κορωνοϊού» στην Ελλάδα
αποδεικνύει το γεγονός πως παραμένει οικονομικά από τους πιο «αδύναμους
κρίκους» της Ευρωζώνης. Παρά το γεγονός πως οι συνέπειες του νέου ιού στην
πρώτη του φάση μεταφράστηκαν σε χαμηλούς αριθμούς θανάτων (όπως και στο σύνολο
των Βαλκανικών χωρών και όχι λόγω πεφωτισμένης αντιμετώπισης του Μητσοτάκη, του
Τσιόδρα και του Χαρδαλιά), εντούτοις οι οικονομικές συνέπειες της κρίσης
αναμένονται στην Ελλάδα να είναι πολύ χειρότερες από Ευρωπαϊκές χώρες που
δοκιμάστηκαν απείρως περισσότερο. Οι διεθνείς καπιταλιστικοί οργανισμοί
συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι η ελληνική οικονομία θα γνωρίσει το 2020 βαθιά
ύφεση περί το 10%, επίσημη ανεργία πάνω από 20% και μεγάλο δημοσιονομικό
έλλειμα. Τη μεγάλη βύθιση της οικονομίας το 2020 δεν θα ακολουθήσει δυναμική
ανάκαμψη το 2021 – όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση της ΝΔ – αλλά μάλλον μια νέα
χρονιά ύφεσης ή, στο ευνοϊκό σενάριο, ασθενικής ανάκαμψης, ενώ οι συνέπειες της
ύφεσης του 2020 θα καθηλώσουν την ελληνική οικονομία για πολλά χρόνια. Στη
διαχείριση της τωρινής κρίσης όλες σχεδόν οι βαλβίδες εκτόνωσης που
λειτούργησαν στην προηγούμενη κρίση μετά το 2010 είναι κλειστές: Ο τουριστικός
τζίρος, η αύξηση των εξαγωγών, η μετανάστευση 500.000 ειδικευμένων νέων
εργαζομένων σε χώρες της ΕΕ που αιμοδότησαν την εγχώρια οικονομία με εμβάσματα
τα προηγούμενα χρόνια φαντάζουν στις σημερινές συνθήκες σενάρια επιστημονικής
φαντασίας. Αποτέλεσμα όλων αυτών θα είναι ένας νέος κύκλος λιτότητας. Ακόμη και
αν η κυβέρνηση δεν δανειστεί εκ νέου καθόλου από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό
Σταθερότητας (ESM), ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής «προσαρμογής», ώστε η Ελλάδα
να επιστρέψει στα πρωτογενή πλεονάσματα και να αρχίσει ξανά να μειώνεται το
κρατικό χρέος, θα είναι αναπόφευκτο για την οικονομική και πολιτική
πραγματικότητα της ΕΕ και δεδομένης της διαχείρισης της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη τηρεί
τις υποσχέσεις της στην άρχουσα τάξη. Μέσα στην πανδημία, τόσο στη φάση της
καραντίνας όσο -και πολύ περισσότερο- στη φάση του «ανοίγματος», υλοποιεί fast
track το πιο σκληρό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Την «επιδότηση της εργασίας» με
το πρόγραμμα Συν-εργασία, δικαίωμα στον εργοδότη να επιβάλλει μειωμένη απασχόληση
και μειωμένες αποδοχές σε όλους τους εργαζομένους του, δικαίωμα να εντάξει στο
πρόγραμμα όσους από τους εργαζομένους του θέλει, δικαίωμα να απολύσει ελεύθερα
όσους δεν ενταχτούν. Έφερε νέο περιβαλλοντικό νόμο λεηλασίας και πλιάτσικου
κατά του περιβάλλοντος. Έναν νέο νόμο για την παιδεία με αποθέωση του σχολείου
της αγοράς, κατάργηση μαθημάτων και εκπαιδευτικών, μηδενικές προσλήψεις στη
Γενική Παιδεία και προσοντολόγιο-λαιμητόμο για τους αναπληρωτές, εισαγωγή εκ
νέου συστήματος αξιολόγησης και δικτύου «προτύπων» και «πειραματικών» σχολείων
στη λογική της αριστείας, κ.λ.π. Καταστολή με κάλυψη της ασυδοσίας των ΜΑΤ,
«αγορά εικοσαετίας» για «εργαλεία» καταστολής, εφόδους ενάντια στη νεολαία σε
πλατείες, νέο νόμο περιορισμού των διαδηλώσεων. Ταυτόχρονα επαναφέρει την
αντιδραστική αντιμετώπιση σε όλα τα ζητήματα της κεντρικής πολιτικής ατζέντας
που είχαν τεθεί σε δεύτερη μοίρα στις μέρες της πρώτης φάσης του κορωνοϊού: :
Προσφυγικό με εξώσεις προσφύγων, κλειστά σύνορα και νέες κλειστές προσφυγικές
φυλακές, «ανάπτυξη» με ιδιωτικοποιήσεις-δώρο στα επιχειρηματικά συμφέροντα,
ελληνο-τουρκικός ανταγωνισμός με επικίνδυνη κλιμάκωση του εθνικισμού και των
κινδύνων θερμών επεισοδίων. Από την μεριά του κινήματος και της αριστεράς,
είναι πρώτη προτεραιότητα η απόκρουση των αντιδραστικών πολιτικών της
κυβέρνησης της ΝΔ. Η απόλυτη και δίχως περιστροφές αντικυβερνητική πάλη με
στόχο την άσκηση της μέγιστης δυνατής κινηματικής και πολιτικής πίεσης στην
κυβέρνηση, ως την πτώση της από τα κάτω και από τα αριστερά.
Απέναντι στην πολυεπίπεδη επίθεση της ΝΔ στα δικαιώματα
των εργαζόμενων, των ανέργων, της νεολαίας και κάθε καταπιεσμένης ομάδας στο
όνομα του κορωνοϊού, ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να παρουσιάζεται ως «υπεύθυνη
αντιπολιτευτική δύναμη». Σε όλα τα βασικά μέτωπα, στηρίζει τις επιλογές της
κυβέρνησης Μητσοτάκη, όπως και πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας. Η κριτική
του εξαντλείται στους επιμέρους χειρισμούς της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση
της πανδημίας και όχι στο «πάρτα όλα» για τις δυνάμεις της αγοράς (π.χ. για το
άνοιγμα των σχολείων τον Ιούνη ή τον Σεπτέμβρη, τα σκάνδαλα των ευνοημένων της
κυβέρνησης Μητσοτάκη, κ.λ.π.), αφήνοντας στο απυρόβλητο τις βασικές επιλογές
της κυβέρνησης και των επιτελείων της ΕΕ. Πρόκειται για συνέχεια της ίδιας
τακτικής που ακολουθούσε ο ΣΥΡΙΖΑ και προ πανδημίας όταν υπερθεμάτιζε στο
κλείσιμο των συνόρων για τους πρόσφυγες στον Έβρο, επαύξανε για μια πιο
επιθετική εξωτερική πολιτική της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας, συμφωνούσε με τις
βασικές αντιδραστικές ρυθμίσεις του ασφαλιστικού συστήματος στη βάση της
«μεταρρύθμισης» Κατρούγκαλου. Η μη-αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ έχει σαφή εξήγηση:
α) πολλά από τα μέτρα της ΝΔ αποτελούν συνέχεια και κλιμάκωση των προηγούμενων
μέτρων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (από το ασφαλιστικό ως τα hot-spot και τη συμφωνία
ΕΕ-Ελλάδας-Τουρκίας για το προσφυγικό) και β) προκειμένου να επιστρέψει στην
κυβερνητική εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να εμφανίζεται ως υπεύθυνη δύναμη
διαχείρισης του συστήματος στα μάτια των κλιμακίων του ΣΕΒ και της Κομισιόν,
όρος απαράβατος για τα αστικά επιτελεία. Για τους εργαζόμενους, τους ανέργους
και τις δυνάμεις του κινήματος και της αριστεράς η ευθυγράμμιση με αυτού του
είδους την «αντιπολιτευτική» τακτική του ΣΥΡΙΖΑ ισοδυναμεί με παράδοση στα
αρπακτικά της αγοράς και στην κυβέρνηση Μητσοτάκη άνευ όρων.
Ο συσχετισμός δύναμης δεν είναι δεδομένος.
Όχι επειδή οι δυνάμεις του ΚΚΕ ακολουθούν άλλη τακτική από την προσφιλή σε
αυτούς τα τελευταία χρόνια (αναμονή μέχρι να αλλάξουν οι συσχετισμοί). Ούτε
διότι η είσοδος του ΜΕΡΑ στη Βουλή έχει την πολιτική και οργανωτική δυνατότητα
να εμπνεύσει το κίνημα αντίστασης. Κυρίως επειδή η κατάσταση είναι ρευστή, οι
συνέπειες της κρίσης είναι στην αρχή τους, «ξαφνικές» και αναπάντεχες ανατροπές
είναι στην ημερήσια διάταξη (βλέπε το αντιρατσιστικό κίνημα στις ΗΠΑ). Οι
συνέπειες των ηττών του κινήματος και της Αριστεράς παραμένουν, αλλά η δομική
κρίση κάνει αυτές τις συνέπειες σχετικές. Η βεντάλια των δυνατών εκδοχών όσον
αφορά την εξέλιξη των πραγμάτων ανοίγει: όλα είναι πιθανά. Υπάρχει ήδη μια
κλιμάκωση της κινηματικής κινητικότητας. Με το προδιαγραφόμενο κακό καλοκαίρι
στον τουρισμό, το φθινόπωρο και ο χειμώνας θα είναι «βαριά», η «νευρικότητα»
και οι «υπόγειες» διεργασίες στην κοινωνία θα ενταθούν. Σε κάποιους
χώρους/μέτωπα θα έχουμε διαρκή κινητικότητα και πρέπει να προετοιμαστούμε:
παιδεία, περιβάλλον, ιδιωτικοποιήσεις (νερό, ΔΕΗ, δημόσιοι χώροι). Το θέμα της
δημόσιας υγείας θα επανέλθει. Το τι συμβαίνει με την εργασία θα πρέπει να γίνει
κεντρικό πολιτικό ζήτημα. Επίσης η επανάκαμψη του προσφυγικού και
ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού ξαναβάζει στο επίκεντρο όλη την γκάμα των σχετικών
ζητημάτων. Τέλος δεν έχουμε ξεμπερδέψει με την πανδημία. Αν κάποια στιγμή
έχουμε αναζωπύρωση κρουσμάτων, θα χρειαστεί να θέσουμε ξανά με έμφαση το ζήτημα
της στρατηγικής αντιμετώπισης της πανδημίας.
Στις ρευστές συνθήκες που περιγράφουμε, με επίθεση σε
μια σειρά μέτωπα από την κυβέρνηση αλλά και με επανασυσπείρωση διάφορων
δυνάμεων του κινήματος στα μέτωπα αντίστασης, η αντικαπιταλιστική και
επαναστατική αριστερά ψάχνει να βρει τον δρόμο της. Βασική προϋπόθεση άμυνας
και πολιτικής αντεπίθεσης είναι η ανασυγκρότηση του μαζικού κινήματος
αντίστασης και η επανασυσπείρωση όλων των αγωνιστών που τα προηγούμενα χρόνια
υποχώρησαν στη βάση της «κωλοτούμπας» του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως δεν αρκεί από μόνη της.
Χρειάζεται ριζική αναθεώρηση μιας τακτικής που ήταν κατάλληλη για άμυνα σε
συνθήκες παγιωμένης (μέχρι νεωτέρας τότε) ήττας. Η κρίση μετασχηματίζει ξανά
τους συσχετισμούς και τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας, επαναφέρει τις μεγάλες
διακυβεύσεις, επαναφέρει την ανάγκη για διατύπωση μεταβατικών αιτημάτων και
λογικής, επαναφέρει την ανάγκη για υπαγωγή της τακτικής, της άμυνας, των
επιμέρους μετώπων στους ορίζοντες της επανάστασης και του σοσιαλισμού. Όχι στο
αφηρημένο «κάποτε», αλλά στη συγκυρία που ζούμε. Η νέα δομική κρίση, το
«ευρωπαϊκό πακέτο» και η επάνοδος στα πρωτογενή πλεονάσματα, ξαναφέρνουν στη
δημόσια συζήτηση και αντιπαράθεση τα μεγάλα ζητήματα: Ποιος πληρώνει και ποιος
επωφελείται από την κρίση; Για ποιον λόγο παραμένει και ενισχύεται η ακραία
λιτότητα;
Οι αμυντικοί αγώνες είναι αναπόφευκτοι και αναγκαίοι.
Είναι η άμεση και ζωτική ανάγκη, η θεμελιώδης προϋπόθεση. Ωστόσο, σε συνθήκες
δομικής κρίσης αν μείνουμε μόνο σε αυτό προσθέτοντας την προπαγάνδα για το
σοσιαλισμό, θα ηττηθούμε κατά κράτος. Ο αγώνας των ιδεών και η συνόψισή του στη
σοσιαλιστική εναλλακτική θα είναι αφηρημένος και θα παραπέμπει στο θολό μέλλον,
εγκλωβίζοντας στο στενό ορίζοντα των αμυντικών αγώνων. Θα κάνουμε και άμυνα και
επίθεση και αντεπίθεση και υπομονή και υποχωρήσεις. Όμως αυτά όμως δεν εξαντλούνται
στην «ανάσχεση της επίθεσης» αλλά εντάσσονται στην προοπτική της ανατροπής. Γι’
αυτό, ο κρίσιμος παράγοντας είναι η στρατηγική όχι με αφηρημένους όρους αλλά με
όρους συγκυρίας: με ποιες προϋποθέσεις και όρους μπορεί να γίνει ρεαλιστική η
στρατηγική της ανατροπής. Η γενική προϋπόθεση για να γίνει ρεαλιστική με όρους
συγκυρίας η ανατρεπτική στρατηγική είναι η γνωστή συνθήκη «οι από πάνω δεν
μπορούν να κυβερνούν όπως πριν, οι από κάτω δεν θέλουν να κυβερνώνται όπως
πριν». Ωστόσο, για να βάλει συγκεκριμένα καθήκοντα και να κάνει πρακτικά
υλοποιήσιμη μια στρατηγική ανατροπής στη δεδομένη συγκυρία (για να περάσουμε
δηλαδή από το «θα έπρεπε να γίνει» στο «πρέπει και μπορεί να γίνει»), πρέπει το
δεύτερο σκέλος της πρότασης («οι από κάτω δεν θέλουν να κυβερνώνται όπως πριν»)
να «μεταφραστεί» σε μαζική κινητοποίηση των «από κάτω» με εξεγερτικές διαθέσεις
και δυναμική. Αυτό θα είναι το στοιχείο-κλειδί της συγκυρίας. Δεν ξέρουμε αν θα
υπάρξει. Αν όμως υπάρξει, όπως υπήρξε το 2010-2012, τότε η επαναστατική αριστερά
πρέπει να ρίξει συνθήματα και να εκπονήσει τακτικές που να υπάγονται
συγκεκριμένα -κι όχι αφηρημένα με όρους «ιστορικού χρόνου»- σε μια ανατρεπτική
στρατηγική. Αυτό σημαίνει ότι τίθεται το «ζήτημα της εξουσίας», του «ποιος
(κυριαρχεί πάνω σε) ποιον».
Η πολιτική μας πρόταση
Στις συνθήκες όπως διαμορφώνεται το έργο της
ανασυγκρότησης του κινήματος αντίστασης θα γίνεται όλο και πιο δύσκολο χωρίς
την κεντρική πολιτική παρέμβαση και συγκρότηση. Ωστόσο, η Αριστερά στην
πλειονότητά της επιμένει σε μεθόδους πολιτικής ανασυγκρότησης που όχι μόνο
έχουν αποδειχθεί ατελέσφορες αλλά και ευθύνονται για τη δεινή ήττα στον
προηγούμενου μεγάλο κύκλο ταξικής αναμέτρησης, του 2010-2015. Ούτε το «πλατύ
κόμμα» που ξορκίζει τη στρατηγική στο όνομα της «ενότητας» και οικοδομείται
πάνω στην ιδέα της «πολιτικής ενότητας» χωρίς στρατηγική για να υιοθετήσει την
κρίσιμη στιγμή τη ρεφορμιστική στρατηγική, ούτε το αντικαπιταλιστικό μέτωπο που
έχει μάξιμουμ πρόγραμμα κόμματος αλλά ταυτόχρονα δεν εγγυάται καν τη στοιχειώδη
ενότητα δράσης των ίδιων του των συνιστωσών, ούτε μετωπικά σχήματα που
συγκροτούνται σαν εν αναμονή εκλογικά μέτωπα ή συσχετισμοί χρήσιμοι για την ώρα
των εκλογών με τη μέθοδο του ελάχιστου κοινού παρονομαστή, μπορούν να
αποτελέσουν απάντηση στο ερώτημα της πολιτικής συγκρότησης. Είναι βέβαιο ότι
χρειαζόμαστε ένα μαζικό επαναστατικό κόμμα, αλλά είναι εξίσου βέβαιο ότι
απέχουμε πολύ από το να είμαστε ικανοί να το οικοδομήσουμε τώρα που το
χρειαζόμαστε. Ωστόσο, οι ανάγκες πολιτικής έκφρασης και στήριξης των αγώνων, οι
ανάγκες κεντρικών πολιτικών μαχών είναι επίκαιρες και ζωτικές, ιδιαίτερα στη
συγκυρία της νέας δομικής και τόσο πολυπαραγοντικής κρίσης του καπιταλισμού.
Χρειαζόμαστε λοιπόν μια διπλή διαδικασία: Αφενός τον διάλογο, το πλησίασμα, τη
συνεργασία, τον συντονισμό οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς˙ αφετέρου μια
μέθοδο και μια πρόταση θραύσης του πολιτικού αδιεξόδου από την αδυναμία μας να
οικοδομήσουμε «εδώ και τώρα», που το χρειαζόμαστε, το μαζικό επαναστατικό
κόμμα. Αυτή η μέθοδος/πρόταση πρέπει να διαρθρωθεί σε δύο επίπεδα:
1.
Το κίνημα: Πολύ αργά
και βασανιστικά, αν και όχι ακόμη επαρκώς, έχει κατακτηθεί η ενότητα στη δράση,
παρόλο που οι επιβιώσεις του σεχταρισμού, του «πρωτοπορισμού» κ.λπ. είναι ακόμη
ισχυρές. Ωστόσο, η ad hoc ενότητα στη δράση, το να «χτυπάμε μαζί» σε
συγκεκριμένα ζητήματα πάλης, δεν συνιστά επαρκή απάντηση ούτε καν στην ανάγκη
ανασυγκρότησης των κινημάτων αντίστασης. Η ανάγκη να προχωρήσουμε ένα βήμα πέρα
από την ad hoc ενότητα στη δράση είναι προφανής και πιεστική. Πρέπει όσο το
δυνατόν ευρύτερες δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (της Αριστεράς
πέραν του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ) να αναλάβουν κινηματικές πρωτοβουλίες με
μεγαλύτερη διάρκεια και με στοιχειώδη συγκρότηση. Χρειαζόμαστε μονοθεματικές
πρωτοβουλίες ή μέτωπα σε «αντικείμενα» κεντρικά: την εργασία που πρέπει να
αναδειχθεί σε κεντρικό ζήτημα της περιόδου, το ζήτημα του νέου κύκλου λιτότητας
(που σχετίζεται με το χρέος, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, την ιμπεριαλιστική
επιτροπεία της ελληνικής χρεοκοπίας κ.ά.), τα δημόσια αγαθά (υγεία, παιδεία,
δημόσιες υποδομές και περιουσία), τον αντιρατσισμό/αντιφασισμό, την πάλη
ενάντια στον σεξισμό και την ομοφοβία, την αντίσταση στον ιμπεριαλισμό και τον
αγώνα για απεμπλοκή της ελλάδας από τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, το ζήτημα
εθνικισμός/ΑΟΖ/ελληνο-τουρκικός ανταγωνισμός, το περιβάλλον και την κλιματική
αλλαγή. Όχι με τη λογική να συμπληρώνουμε τα «απαραίτητα» κεφάλαια σε ένα
συνολικό πολιτικό πλαίσιο βάσει συνολικών πολιτικών αντιλήψεων, αλλά με τη
λογική να συγκεντρώσουμε δυνάμεις για μάχες στα βασικά μέτωπα αντιπαράθεσης
όπως έχουν αναδειχθεί από τη συγκυρία.
Μονοθεματικές
πρωτοβουλίες συγκροτημένες στη βάση αυτών των αναγκών θα πρέπει βασίζονται σε
βασικά αιτήματα/συνθήματα/προγραμματικούς άξονες, που θα πρέπει να είναι μεν
μίνιμουμ αλλά ταυτόχρονα επαρκείς ώστε να μπορεί να υπάρξει ουσιαστική
παρέμβαση και να μη μένουν οι συμφωνίες στα χαρτιά. Μερικά παραδείγματα πάνω σε
αυτό:
Στο ζήτημα του αντιρατσισμού:
Στο μίνιμουμ και
ταυτόχρονα επαρκές πλαίσιο θα πρέπει να περιλαμβάνονται θέσεις όπως «Σύνορα
ανοιχτά για την προσφυγιά» (αλλιώς, όταν δημιουργούνται συνθήκες όπως στον Έβρο
ή τα νησιά τον περασμένο Φεβρουάριο απλούστατα δεν θα μπορεί να γίνει καμία
παρέμβαση από δυνάμεις που θα έχουν διαφορετικές θέσεις σε αυτά τα ζητήματα),
«καλοδεχούμενοι οι πρόσφυγες στις πόλεις μας και τις γειτονιές μας», «ίσα
δικαιώματα και αλληλεγγύη, κι όχι απλώς ανθρωπισμός», «κατάργηση της συμφωνίας
ΕΕ-Τουρκίας του 2016»
Στο ζήτημα
εθνικισμός/ΑΟΖ/ελληνο-τουρκικός ανταγωνισμός:
Είναι απαραίτητες
θέσεις όπως Όχι στις εξορύξεις/Δεν πολεμάμε για τις ΑΟΖ/Όχι στον
εθνικισμό/Μέτωπο με τον ελληνικό εθνικισμό και τα σχέδια της ελληνικής άρχουσας
τάξης/Έξω από το ΝΑΤΟ και από κάθε ιμπεριαλιστικό σχεδιασμό.
Στο ζήτημα του αντιφασισμού:
Τον περασμένο
Φεβρουάριο ήταν εντελώς φανερό ότι στον Έβρο και τα νησιά οι φασίστες είχαν
φτάσει «έξω από την πόρτα μας». Ήταν φανερό ότι χρειαζόμαστε μια αναβαθμισμένη
μορφή ενότητας στη δράση: ένα πανελλαδικά διαρθρωμένο αντιφασιστικό μέτωπο
συγκροτημένο από αντιρατσιστικές/αντιφασιστικές -και όχι μόνο- συλλογικότητες
και αγωνιστές/αγωνίστριες που θα συγκεντρώσει δυνάμεις οικοδομώντας έναν
«πολλαπλασιαστή δύναμης» στον αντιφασιστικό αγώνα. Δεν πρέπει να ξαναθυμηθούμε
αυτή την αναγκαιότητα όταν οι φασίστες ξαναφτάσουν έξω από την πόρτα μας γιατί
τότε μπορεί να είναι αργά. Πρέπει να εργαστούμε γι’ αυτό από τώρα. Ταυτόχρονα
όμως δεν θα μπορούμε να κάνουμε ούτε βήμα μόνο με πυξίδα έναν γενικό
αντιφασισμό, χωρίς θέσεις όπως «Σύνορα ανοιχτά για την προσφυγιά» κ.λ.π.
Επιλέξαμε αυτά τα παραδείγματα όχι βάσει μιας αυστηρής ιεράρχησης
προτεραιοτήτων αλλά για να δείξουμε ότι η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν μπορεί
να κάνει παρέμβαση στην περίοδο μόνο βάσει της μεγάλης θεματικής της λιτότητας
και των εργασιακών, χωρίς παρέμβαση και θέσεις και για ζητήματα όπως τα
προηγούμενα.
2. Η
κεντρική πολιτική κάλυψη:
Αν στα κρίσιμα
μέτωπα συγκεντρωθούν δυνάμεις για πιο μόνιμες παρεμβάσεις στη βάση μίνιμουμ
αλλά επαρκούς πλαισίου, θα κάνουμε πολλά περισσότερα βήματα για την
αντιμετώπιση και της ανάγκης κεντρικής πολιτικής παρέμβασης.
Αντί για την προσδοκία, που
διαψεύδεται διαρκώς, ότι μια «σωστή» πολιτική μετωπική συγκρότηση θα εμπνεύσει
και εξασφαλίσει την παρέμβαση σε όλα αυτά με τον «σωστό» τρόπο, να
επιχειρήσουμε το αντίστροφο: η παρέμβαση σε κεντρικά μέτωπα με μίνιμουμ/επαρκές
πλαίσιο να δημιουργήσει τις δυναμικές και να «υποδείξει» τον δρόμο για τις
κεντρικές πολιτικές απαντήσεις με τρόπο πιο «αληθινό», πιο γόνιμο και
δημιουργικό, εν τέλει και πιο σύντομο από τα διάφορα short cut που σπαταλούν
διαρκώς πολύτιμο χρόνο, ανθρώπινους αγωνιστικούς πόρους και ενέργεια χωρίς
αποτέλεσμα ή μάλλον με αρνητικά αποτελέσματα.
redtopia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου